- ἐνεργητικούς
- ἐνεργητικόςable to act uponmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναλίσκω — (Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, όω, Ν και αναλώνω) 1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω 2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ 3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.) αρχ. 1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω 2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν … Dictionary of Greek
επίμεσος — η (Α ἐπίμεσος, ον) [μέσος] νεοελλ. η μεσοκάθετος αρχ. 1. ο μέσης ηλικίας, ο μεσόκοπος 2. φρ. «ἐπίμεσα ῥήματα» τα ρήματα που σχηματίζουν μόνο μέσους ή παθητικούς τύπους (και ποτέ ενεργητικούς) και δηλώνουν ή ενέργεια μόνο (και όχι «πάθος») ή πάθος … Dictionary of Greek
πύθω — Α προξενώ σήψη ενός πράγματος, σαπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πύ θω / πύ θομαι, με επίθημα θω (πρβλ. βρίθω, πλήθω) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *pū «σαπίζω, βρομώ» που προέρχεται από ονοματοποιία επιφωνήματος *pu δηλωτικού αηδίας, σιχαμάρας, και συνδέεται με τα:… … Dictionary of Greek